- Ἠλυσίων
- Ἠλύσιονthe Elysianneut gen plἨλύσιοςfem gen plἨλύσιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠλυσίων — ἤλυσις step fem gen pl (epic doric ionic aeolic) ἠλύσια the Elysian neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ζουβέ, Λουί — (Louis Jouvet, Κροζόν, Φινιστέρ 1887 – Παρίσι 1951). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και διευθυντής θεάτρου. Αφετηρία της θεατρικής του σταδιοδρομίας (1906 50) υπήρξε η ομάδα Action d’ Art. Το 1913 πήρε … Dictionary of Greek
Κουστού — (Coustou). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων γλυπτών. 1. Γκιγιόμ Α’ (Guillaume, Λιόν 1677 – Παρίσι 1746). Παρακολούθησε μαθήματα στη Ρώμη κοντά στον Πιερ Β’ Λεγκρό από το 1697 έως το 1700. Τιμήθηκε με το βραβείο της πόλης και το 1704 έγινε μέλος της… … Dictionary of Greek
ευγενία — I (2ος; ή 3ος; μ.Χ.). Ρωμαία ευγενής. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αλεξάνδρεια, όπου μελέτησε ρωμαϊκή και ελληνική φιλολογία. Διαβάζοντας τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, την προσέλκυσε ο χριστιανισμός. Μεταμφιέστηκε τότε σε άντρα… … Dictionary of Greek
σειρήνες — Κατά την ελληνική μυθολογία θαλάσσιοι δαίμονες που ήταν μισές γυναίκες και μισά πουλιά. Αρχικά ήταν πνεύματα του θανάτου (όπως οι Κήρες και οι Ερινύες) που προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους ζωντανούς μαγεύοντας τους. Το 12o βιβλίο της Οδύσσειας… … Dictionary of Greek
Κλερ, Ρενέ — (René Clair, Παρίσι 1898 – 1981). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου σκηνοθέτη, σεναριογράφου και ηθοποιού Ρενέ Λισιέν Σομέτ (René LucienChomette). Ήταν συνδεδεμένος στενά με τους πνευματικούς κύκλους του Παρισιού. Το 1920 δέχτηκε να εμφανιστεί,… … Dictionary of Greek
Μπουρντέλ, Αντουάν — (Antoine Bourdelle, 1861 – 1929). Γάλλος γλύπτης. Τέλειωσε με υποτροφία τη σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε με τη μελέτη γλυπτών έργων, με το σχέδιο και με την κρητιδογραφία, αποβλέποντας στη διεύρυνση των … Dictionary of Greek
Ντενί, Μορίς — (Maurice Denis, Γκρανβίλ 1870 – Παρίσι 1943). Γάλλος ζωγράφος και δοκιμιογράφος. Σπούδασε στην Ακαδημία Jullian στο Παρίσι μαζί με τον Πιερ Μπονάρ, τον Εντουάρ Βιγιάρ, τον Πολ Σεριζιέ, τον Φελίξ Βαλοτόν κ.ά. (τους μέλλοντες Ναμπί) και εμφανίστηκε … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek